ασυγκέραστος

ασυγκέραστος
-η, -ο (AM ἀσυγκέραστος, -ον) [συγκεράννυμι]
αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κάτι άλλο, ο άκρατος
μσν.
ο ακοινώνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀσυγκέραστος — untempered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυγκέραστος — η, ο που δεν είναι ανακατεμένος, αμιγής, σκέτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσυγκέραστον — ἀσυγκέραστος untempered masc/fem acc sg ἀσυγκέραστος untempered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγκεράστοις — ἀσυγκέραστος untempered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγκέραστοι — ἀσυγκέραστος untempered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέραστος — η, ο (Α ἀκέραστος, ον) νεοελλ. εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος «ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·) 2. γραμμ. ο ασυναίρετος «ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῡ Ι καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”